nuclear | |
gen. | πυρηνική; πυρηνικό |
effect | |
environ. | επιπτώσεις/αποτελέσματα/συνέπειες; συνέπειες |
health. | αποτέλεσμα |
effects | |
health. | επιδράσεις |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα |
| |||
πυρηνική; πυρηνικό | |||
πυρηνικός; πυρηνοειδής | |||
English thesaurus | |||
| |||
ncr; nu; nuc; nucl; nuke |
nuclear: 790 phrases in 39 subjects |