notch | |
agric. | τομή ρίψεως |
industr. construct. | εντομή; εγκοπή,εντορμία,μόρσο |
industr. construct. met. | εγκοπή; οδόντωση |
mech.eng. | υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής |
met. | δοντιάζω; εγκόπτω; εντέμνω |
wing | |
agric. | μπάντα της τράτας |
| |||
τομή ρίψεως | |||
κατευθυντική τομή; χαμηλή σφηνοειδής εντομή | |||
εντομή; εγκοπή,εντορμία,μόρσο | |||
εγκοπή; οδόντωση | |||
υποδοχέας βύσματος ή πείρου αναστολής; βλητροδόχη | |||
εντομή (incisura); εγκοπή (incisura); χαραγή (incisura); χαράσσω χάραξα; χαρακώνω χαράκωσα | |||
| |||
δοντιάζω; εγκόπτω; εντέμνω | |||
ανοίγω εγκοπές; κάνω εντομές |
notch: 170 phrases in 17 subjects |