narcotic | |
med. | ναρκωτικό; αναισθητικό; υπνωτικό; ναρκωτικός; αναισθητικός; υπνωτικός |
Officer | |
med. | Υπεύθυνος |
| |||
ναρκωτικό; αναισθητικό; υπνωτικό; ναρκωτικός; αναισθητικός; υπνωτικός | |||
ναρκωτικό αναλγητικό; οπιοειδές αναλγητικό; οπιούχο αναλγητικό; ναρκωτικό φάρμακο | |||
English thesaurus | |||
| |||
narco | |||
illegal or controlled, typically addictive drug |
narcotics: 81 phrases in 15 subjects |