muzzle | |
industr. construct. | φίμωτρο; περίδεση από σύρμα |
life.sc. nat.res. | μουσούδα; μουσούδι; ρύγχος |
capping | |
agric. | επιφανειακή κρούστα; πώμα κελλιού |
econ. met. | τοποθετώ καψύλιο |
fin. | προσπάθεια διατήρησης χαμηλής τιμής μιας μετοχής |
| |||
φίμωτρο; περίδεση από σύρμα | |||
μουσούδα; μουσούδι; ρύγχος | |||
στόμιο | |||
English thesaurus | |||
| |||
muz; mzl |
muzzle: 1 phrase in 1 subject |
Medical | 1 |