missile | |
gen. | βλήμα; πύραυλος; εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
βλήμα; πύραυλος; εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο | |||
πύραυλοι | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
msl (Киселев) | |||
misl |
missile code: 3 phrases in 1 subject |
General | 3 |