missile | |
gen. | βλήμα; πύραυλος; εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο |
carrier | |
comp., MS | φέρον σήμα, πάροχος κινητής τηλεφωνίας |
environ. | φορέας/ξενιστής/έκδοχο/μεταφορέας |
industr. construct. | σαΐτα; φορέας βαφής; βαριδάκι |
| |||
βλήμα; πύραυλος; εκσφενδονιζόμενο αντικείμενο | |||
πύραυλοι | |||
English thesaurus | |||
| |||
m | |||
msl (Киселев) | |||
misl |
missile carrier: 2 phrases in 1 subject |
General | 2 |