membrane | |
environ. | επένδυση στεγανοποίησης; μεμβράνη στεγανοποίησης; μεμβράνη/υμένας; υμένας |
chromatography | |
environ. | χρωματογραφία |
| |||
επένδυση στεγανοποίησης | |||
υμένας (membrana); διάφραγμα (septum); ενδιάμεσο χώρισμα (septum) | |||
| |||
μεμβράνη στεγανοποίησης; μεμβράνη/υμένας | |||
μεμβράνη (septum) | |||
| |||
υμένας | |||
English thesaurus | |||
| |||
memb |
membrane: 471 phrases in 17 subjects |