margin | |
commun. | ανοχή λειτουργίας; περιθώριο λειτουργίας |
comp., MS | περιθώριο |
fin. | διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης; περιθώριο δημοσιονομικών χειρισμών; περιθώριο ασφαλείας |
mech.eng. | μεταβατική περιοχή ελεύθερης επιφάνειας; μεταβατική περιοχή |
check | |
fin. | προβαίνω σε ελέγχους |
| |||
ανοχή λειτουργίας; περιθώριο λειτουργίας | |||
περιθώριο (The blank space outside the printing area on a page) | |||
διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης; περιθώριο δημοσιονομικών χειρισμών; περιθώριο ασφαλείας | |||
μεταβατική περιοχή ελεύθερης επιφάνειας; μεταβατική περιοχή | |||
περιθώριο; άκρη; όριο; παρυφή; χείλος | |||
English thesaurus | |||
| |||
marg |
margin: 347 phrases in 27 subjects |