magnetic | |
gen. | μαγνητική; μαγνητικό; μαγνητικός |
research | |
gen. | ερευνώ |
econ. | έρευνα |
corporation | |
gen. | νομικό πρόσωπο |
law econ. earth.sc. | εταιρεία κεφαλαίων; ανώνυμη εταιρική επιχείρηση; εταιρία κεφαλαίου |
| |||
μαγνητική; μαγνητικό; μαγνητικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
mag | |||
susceptibility | |||
magn |
magnetic: 719 phrases in 29 subjects |