machinery | |
econ. | μηχάνημα |
environ. | μηχανήματα; μηχανισμός; μηχανολογικός εξοπλισμός; μηχανήματα/μηχανολογικός εξοπλισμός/μηχανισμός |
mech.eng. | μηχανή |
Certificates | |
comp., MS | Πιστοποιητικά |
certificate | |
comp., MS | πιστοποιητικό |
fin. | τίτλος παραστατικός τίτλος |
| |||
μηχάνημα | |||
μηχανήματα/μηχανολογικός εξοπλισμός/μηχανισμός | |||
μηχανή | |||
εργαλεία | |||
| |||
μηχανήματα; μηχανισμός; μηχανολογικός εξοπλισμός | |||
English thesaurus | |||
| |||
ma; machy | |||
mach |
machinery: 140 phrases in 26 subjects |