DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
longeron ['lɔndʒərən] n
transp. κάθετη δοκίδα πλευρικού σκελετού; οριζόντια δοκίδα πλευρικού σκελετού; διαμήκης δοκίδα
transp., avia. διαμήκης δοκός; επιμήκης δοκός