leak | |
agric. | υγρή σήψη των κονδύλων προκαλούμενη υπό του pythium ultimum |
earth.sc. mech.eng. | διαρροή |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα |
testing | |
gen. | δοκιμές |
econ. | δοκιμή |
| |||
υγρή σήψη των κονδύλων προκαλούμενη υπό του pythium ultimum | |||
διαρροή | |||
οπή διαρροής; οπή εισροής | |||
English thesaurus | |||
| |||
lk | |||
| |||
Leak X Environmental Corporation | |||
| |||
leak detection |
leak testing: 2 phrases in 2 subjects |
Technology | 1 |
Transport | 1 |