launcher | |
gen. | υπόβαθρο εξαπόλυσης; εκτοξευτής; υπόβαθρο εκτόξευσης |
astronaut. transp. | όχημα εκτόξευσης; εκτοξευτήρας |
test | |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα |
| |||
υπόβαθρο εξαπόλυσης; εκτοξευτής; υπόβαθρο εκτόξευσης | |||
όχημα εκτόξευσης; εκτοξευτήρας | |||
πύραυλος; εξέδρα απογείωσης; εξέδρα εκτόξευσης; βάση εξέδρας εκτόξευσης; βάση εξέδρας απογείωσης | |||
English thesaurus | |||
| |||
lchr; lnchr |
launcher: 29 phrases in 7 subjects |
Communications | 1 |
Electronics | 1 |
General | 16 |
Life sciences | 1 |
Mechanic engineering | 4 |
Microsoft | 4 |
Transport | 2 |