laminated | |
industr. construct. | στρώση από πλαστική ύλη |
med. | ελασματοειδής; πεταλιώδης |
Teflon | |
chem. | πολυτετραφθοριοαιθυλένιο; πολυτετραφθοροαιθυλένιο; τεφλόν |
| |||
επένδυση με φύλλα; στρωματοποίηση | |||
| |||
στρώση από πλαστική ύλη | |||
ελασματοειδής; πεταλιώδης | |||
English thesaurus | |||
| |||
lam. | |||
l | |||
larn. | |||
lam |
laminated: 121 phrases in 19 subjects |