investment | |
econ. | επένδυση |
fin. | συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο |
invest. | επένδυση; τοποθέτηση; σχηματισμός κεφαλαίου; τοποθέτηση |
law | επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία; συμμετοχή |
law fin. environ. | επενδύσεις |
investments | |
fin. account. | χρεόγραφα |
relation | |
IT | σχέση |
| |||
επένδυση; χρηματική επένδυση; στοίχημα; πρόκληση; κρίσιμο θέμα που διακυβεύεται | |||
επένδυση | |||
συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο | |||
επένδυση; τοποθέτηση; σχηματισμός κεφαλαίου; τοποθέτηση | |||
επένδυσις; επένδυσις σε θυγατρική εταιρία; συμμετοχή | |||
επενδύσεις | |||
| |||
χρεόγραφα | |||
χρεόγραφα και επενδύσεις κινητών αξιών | |||
| |||
επένδυση | |||
English thesaurus | |||
| |||
incoming overseas capital in place |
investment: 675 phrases in 28 subjects |