investigation | |
econ. market. | διαχειριστική μελέτη |
environ. | έρευνα; επιθεώρηση χώρου διάθεσης |
law | διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης; διενέργεια πραγματογνωμοσύνης; ανακριτική πράξη; απόδειξη; ανακριτική πράξη |
law crim.law. | δικαστική έρευνα |
transp. avia. | διερεύνηση; εξέταση |
department | |
econ. | διαμέρισμα |
investigation department: 6 phrases in 3 subjects |
Criminal law | 4 |
Economy | 1 |
Law | 1 |