intermediate station | |
commun. IT | δομική ενότητα ενδιάμεσου σταθμού; ενδιάμεσος σταθμός |
Operation | |
el. | λειτουργία |
operation | |
comp., MS | λειτουργία |
econ. | απασχόληση |
el. | διαδικασία χειρισμού; χειρισμός |
lab.law. | επιχείρηση |
lab.law. mater.sc. | λειτουργία |
| |||
δομική ενότητα ενδιάμεσου σταθμού; ενδιάμεσος σταθμός | |||
σταθμός ενδιάμεσος |
intermediate station: 5 phrases in 3 subjects |
Electronics | 2 |
Information technology | 1 |
Transport | 2 |