interlining | |
industr. construct. | τοποθέτηση πρόσθετης φόδρας μεταξύ του υφάσματος και της καθ'αυτό φόδρας; ενισχυτικό ύφασμα |
polyamide | |
industr. chem. | νάυλον |
interlining | |
industr. construct. | τοποθέτηση πρόσθετης φόδρας μεταξύ του υφάσματος και της καθ'αυτό φόδρας; ενισχυτικό ύφασμα |
interlining: 3 phrases in 1 subject |
Transport | 3 |