depression | |
construct. | χαρακτηριστική ταπείνωσις της στάθμης ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής |
earth.sc. | κατάπτωση,κατάθλιψη; κλίση; ύφεση; συμπιεσμένη περιοχή; βαρομετρική ύφεσις; υποπίεσις |
econ. | οικονομική κάμψη; οικονομική ύφεση |
industr. construct. met. | ζούλιγμα |