interconnection | |
commun. | διαλειτουργία; διασυνεργασία |
earth.sc. el. | ενδοσύνδεση; σύζευξη |
el. | διασύνδεση; αλληλοσύνδεση |
energ.ind. | ενεργειακή διασύνδεση |
IT | δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ |
law | διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου |
network | |
chem. | πλέγμα |
| |||
διαλειτουργία (ΣΠ); διασυνεργασία | |||
ενδοσύνδεση; σύζευξη | |||
διασύνδεση; αλληλοσύνδεση | |||
ενεργειακή διασύνδεση | |||
διασύνδεση εθνικών δικαίων και κοινοτικού δικαίου | |||
σύνδεση; συνδυασμός | |||
| |||
δισταθής οπτική μονάδα; ενδοσύνδεση τσιπ | |||
English thesaurus | |||
| |||
intcon; intercon |
interconnection network: 10 phrases in 7 subjects |
Communications | 3 |
Energy industry | 1 |
General | 1 |
Information technology | 1 |
Law | 2 |
Marketing | 1 |
Transport | 1 |