instantaneous | |
med. | ακαριαίος; άμεσος; στιγμιαίος |
description | |
agric. | ονομασία; περιγραφή |
IT | περιγραφή έννοιας |
patents. | περιγραφή της εφεύρεσης |
transp. | ονομασία των εμπορευμάτων; περιγραφή των εμπορευμάτων |
| |||
ακαριαίος; άμεσος; στιγμιαίος | |||
English thesaurus | |||
| |||
inst |
instantaneous: 101 phrase in 24 subjects |