Inspector | |
gen. | Επιθεωρητής; Υπαστυνόμος β' |
inspector | |
industr. construct. met. | ελεγκτής σφαλμάτων; εκτιμητής; τελικός ελεγκτής |
lab.law. | ελεγκτής ταπήτων |
nat.sc. agric. | επόπτης εργασιών; επιβλέπων |
stat. | επιθεωρητής; επόπτης |
report | |
econ. | έκθεση |
| |||
ελεγκτής σφαλμάτων; εκτιμητής; τελικός ελεγκτής | |||
ελεγκτής ταπήτων | |||
επόπτης εργασιών; επιβλέπων | |||
επιθεωρητής; επόπτης | |||
| |||
Επιθεωρητής; Υπαστυνόμος β' | |||
| |||
επιθεωρητές | |||
English thesaurus | |||
| |||
ins; insp; inspr |
inspector's: 2 phrases in 1 subject |
Metallurgy | 2 |