| |||
έκθεση στο φως | |||
έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία | |||
προσπíπτουσα ηλιακή ακτινοβολíα; ηλιασμóς | |||
ηλιακό έγκαυμα; έκθεση στο ηλιακό φως; ηλιακή ακτινοβόληση; ηλιοπληξία (ictus solis); ηλιοπληγία (ictus solis); ηλίαση (ictus solis) | |||
English thesaurus | |||
| |||
ins |
insolation: 1 phrase in 1 subject |
Earth sciences | 1 |