inside | |
gen. | εσωτερική; εσωτερικός; εντός |
frosted | |
gen. | επικαλυμμένος με πάγο |
frosting | |
industr. construct. | θάμπωμα |
industr. construct. met. | ματάρισμα με οξύ; φθορίωση |
met. | πάχνισμα |
| |||
εσωτερική; εσωτερικός; εντός | |||
εσωτερικό; εσωτερική πλευρά |
inside: 111 phrases in 22 subjects |