infrared | |
commun. IT | υπέρυθρο |
industr. | υπέρυθρος -η-ο |
frequency | |
commun. | περιοδικότητα |
comp., MS | συχνότητα |
health. | συχνότης |
med. | συχνότητα; συνεχής επανάληψη |
nat.sc. | επικρατούσα αφθονία |
| |||
υπέρυθρο | |||
υπέρυθρος -η-ο | |||
υπερέρυθρος; υπέρυθρος | |||
English thesaurus | |||
| |||
i.r. |
infrared: 90 phrases in 17 subjects |