infectious | |
med. | λοιμώδης; μολυσματικός; μεταδοτικός; κολλητικός |
dose | |
gen. | δόση ακτινοβολίας |
agric. | γευστικό διάλυμα |
agric. chem. | δόση χρήσης |
earth.sc. | χρονικό ολοκλήρωμα ροής σωματιδίων |
environ. | δόση/ποσότητα |
med. | δόση |
| |||
λοιμώδης; μολυσματικός; μεταδοτικός; κολλητικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
Capable of causing infection. |
infectious dose: 2 phrases in 2 subjects |
Environment | 1 |
Life sciences | 1 |