Independent | |
gen. | Ανεξάρτητος |
independent | |
gen. | ανεξάρτητη; ανεξάρτητο |
duration | |
comp., MS | διάρκεια |
econ. fin. | "διάρκεια" : μέθοδος υπολογισμού βασιζόμενη στο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας |
energ.ind. | διάρκεια δράσεως ανέμου; χρóνος δράσεως ανέμου |
fin. | διάρκεια |
| |||
ανεξάρτητη; ανεξάρτητο | |||
ανεξάρτητος; αυτόνομος | |||
| |||
Ανεξάρτητος | |||
English thesaurus | |||
| |||
ind; indep | |||
indie (an artistic work - film, music, game - produced by a small independent company or group Val_Ships) |
independent: 298 phrases in 43 subjects |