human | |
gen. | άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο |
engineering | |
gen. | μηχανολογία; εργασίες μηχανικής; μηχανοτεχνία |
environ. | μηχανική/μηχανολογία/σχεδιασμός |
IT | μηχανίκευση |
| |||
άνθρωπος; ανθρώπινη; ανθρώπινο | |||
με ανθρώπινη παρέμβαση; ανθρώπινος; ανθρωπογενής | |||
English thesaurus | |||
| |||
hum |
human: 747 phrases in 41 subjects |