DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
garver n
lab.law. βυρσοδέψης χονδρών δερμάτων; βυρσοδέψης αιγάγρου; σιδερωτής δερμάτων; τεντωτής δερμάτων; χειριστής μηχανής μετρήσεως δερμάτων; βυρσοδέψης
lab.law., leath. βυρσοδέψης λεπτών δερμάτων; λευκαντής δερμάτων
garver: 1 phrase in 1 subject
Labor law1