functional | |
gen. | λειτουργική; λειτουργικό |
identification number | |
fin. | αριθμός μητρώου; αριθμός αναγνώρισης |
law fin. | αριθμός φορολογικού μητρώου |
med. | αριθμός ταυτοποίησης |
| |||
λειτουργική; λειτουργικό | |||
λειτουργικός; συναρτησιακός |
functional identification: 1 phrase in 1 subject |
Medical | 1 |