| |||
ελεύθερο στην αποβάθρα | |||
ελεύθερο μέχρι το πλοίο; ελεύθερο παραπλεύρως του πλοίου; εμπόρευμα παραδοτέο ελεύθερο εξόδων φόρτωσης παραπλεύρως του πλοίου | |||
ελεύθερο στην αποβάθρα (F.A.S.) | |||
εμπόρευμα ελεύθερο στην προκυμαία παραπλεύρως του πλοίου | |||
English thesaurus | |||
| |||
F.A.S. | |||
f.a.s. |
free alongside ship: 1 phrase in 1 subject |
Finances | 1 |