forming | |
el. | σχηματισμός |
industr. | μορφοποίηση |
industr. construct. | κατασκευή; φορμάρισμα; στρωμάτωση των ινών |
industr. construct. chem. | ινοποίηση; τράβηγμα |
met. | διαμόρφωση; μόρφωση; διαμόρφωση χωρίς αφαίρεση αποβλήτων κοπής |
technology | |
unions. | Τεχvoλoγίας |
| |||
κατασκευή | |||
| |||
σχηματισμός | |||
μορφοποίηση | |||
φορμάρισμα; στρωμάτωση των ινών | |||
ινοποίηση; τράβηγμα | |||
διαμόρφωση; μόρφωση; διαμόρφωση χωρίς αφαίρεση αποβλήτων κοπής; εργασία με παραμόρφωση του υλικού | |||
τόρνευση μορφής | |||
| |||
συγκροτώ | |||
English thesaurus | |||
| |||
shaping | |||
forming stage (ssn) | |||
frmg |
forming: 197 phrases in 21 subjects |