formation | |
agric. | περίοδος εγκαταστάσεως |
construct. | διαμορφωμένη επιφάνεια εδάφους εδράσεως; διαμορφωμένη επιφάνεια εδάφους θεμελιώσεως; διαμορφωμένη επιφάνεια υπεδάφους |
industr. construct. | κατασκευή; φορμάρισμα |
med. | διαμόρφωση; οργάνωση |
tech. industr. construct. | σχηματισμός φύλλου χάρτου |
volume | |
industr. construct. chem. | διόγκωση |
factor | |
med. | παράγοντας |
formation volume factor: 1 phrase in 1 subject |
Chemistry | 1 |