forced outage | |
el. | εξαναγκασμένη διακοπή; μη προγραμματισμένη διακοπή |
rate | |
gen. | τιμή; ημερήσιο σφάλμα ώρας |
environ. | ρυθμός; αναλογία; ποσοστό; ταχύτητα |
| |||
εξαναγκασμένη διακοπή; μη προγραμματισμένη διακοπή |
forced outage: 4 phrases in 1 subject |
Electronics | 4 |