DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
flux [flʌks] v
gen. πυκνότητα ροής σωματιδίων
chem. συλλίπασμα; τακερό
med. ροή
met. ουσία που διευκολύνει τη συγκόλληση; ευτηκτικό
met., el. υλικό καθαρισμού
tech., met. ρευστοποιητής
 English thesaurus
flux [flʌks] abbr.
abbr., el. Ψ
abbr., oil u
flux: 3 phrases in 2 subjects
Electronics1
Finances2