five | |
gen. | πέντε |
dollar | |
gen. | δολάριο |
fin. econ. | δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών; αμερικανικό δολάριο; δολάριο ΗΠΑ |
bills | |
fin. | χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης; ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα; πιστωτικό χρήμα |
| |||
πέντε | |||
English thesaurus | |||
| |||
5B Technologies Corporation | |||
fire-induced vulnerability evaluation |
five: 64 phrases in 24 subjects |