exploration | |
environ. | εξερεύνηση; έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση; εξερεύνηση |
license | |
gen. | αδειοδοτώ |
| |||
εξερεύνηση; έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση | |||
| |||
εξερεύνηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
explr | |||
exp; expl; ex (serz) |
exploration: 57 phrases in 18 subjects |