expansion | |
commun. | επέκταση αντίθεσης |
econ. | ανάπτυξη; μεγέθυνση |
mech.eng. | διαστολή; εκτόνωση; εκτόνωση ατμού |
med. | εξάπλωση; επέκταση; διάδοση |
deflection | |
mater.sc. construct. | καμπτική παραμόρφωση |
| |||
επέκταση αντίθεσης | |||
ανάπτυξη; μεγέθυνση | |||
διαστολή; εκτόνωση; εκτόνωση ατμού | |||
εξάπλωση; επέκταση; διάδοση | |||
διόγκωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
exp. | |||
exp; expsn |
expansion: 281 phrases in 32 subjects |