erector | |
construct. | εφαρμοστής; μηχάνημα για την κατασκευή σηράγγων |
launcher | |
gen. | υπόβαθρο εξαπόλυσης |
astronaut. transp. | όχημα εκτόξευσης; εκτοξευτήρας |
| |||
εφαρμοστής; μηχάνημα για την κατασκευή σηράγγων | |||
μονταδόρος |
erector-launcher: 1 phrase in 1 subject |
General | 1 |