|
|
tech., mech.eng. |
είσοδος της αντλίας; στόμιο αναρρόφησης της αντλίας |
|
|
commun., IT |
λήμμα; λήμμα καταλόγου |
comp., MS |
καταχώρηση |
environ. |
εισροή/αναρρόφηση/παροχή |
fin. |
εισερχόμενα |
industr., construct. |
είσοδος |
IT |
σημείο εισόδου; σημείο εισόδου μιας διαδικασίας |
IT, tech. |
Είσοδος |
mech.eng. |
περιοχή προγλύφανσης γλυφάνου |
med. |
"αντρέ"; προθάλαμος; άνοιγμα |
met., mech.eng. |
μεταβατική περιοχή φρέζας για την έναρξη της κοπής |
tech., mech.eng. |
στόμιο εισαγωγής της αντλίας |
work.fl., IT |
είσοδος αποθήκης; λήμμα-όρος |
|
|
construct. |
ελκυστήρας; κάτω πέλμα ζευκτού; φτέρνα |
industr., construct. |
σαϊτα στέγης; συνδετική δοκός; ταμπάνι στέγης; αμφιδέτης; σαϊτα; ταμπάνι |
transp., construct. |
κυρία δοκός; συνδετήρια δοκός |
|
|
comp., MS |
εισάγω |
|
|
work.fl., IT |
λήμμα ευρετηρίου |
|
French thesaurus |
|
|
slang |
de suite |