electric | |
gen. | ηλεκτρική; ηλεκτρικό; ηλεκτρικός |
displacement | |
earth.sc. | διηλεκτρική μετατόπιση; διάνυσμα μετατοπίσεως; μετατόπισις |
IT | μετατόπιση |
life.sc. | οριζοντιογραφική μετατόπιση |
mech.eng. | όγκος σάρωσης κυλίνδρου |
| |||
ηλεκτρική; ηλεκτρικό; ηλεκτρικός | |||
| |||
ηλεκτρικός πυκνωτής | |||
English thesaurus | |||
| |||
el; elec | |||
e (al) | |||
el. | |||
electricity | |||
electl; electr | |||
| |||
E |
electric: 1112 phrases in 41 subjects |