drill | |
met. mech.eng. | διανοίγω οπή; τρυπανίζω |
drilling | |
gen. | διατρητικές εργασίες; εργασίες γεώτρησης |
agric. | γραμμική σπορά |
coal. | όρυξη διατρημάτων; οπαί γεωτρήσεων |
environ. | διάτρηση; γεώτρηση/διάτρηση |
mater.sc. | διάτρηση |
out | |
commun. transp. avia. | τέλος |
| |||
διατρητικές εργασίες; εργασίες γεώτρησης | |||
γραμμική σπορά | |||
όρυξη διατρημάτων; οπαί γεωτρήσεων | |||
γεώτρηση/διάτρηση | |||
διάτρηση | |||
διάτρηση μη προδιαμορφωμένης οπής | |||
| |||
διατρύω | |||
διανοίγω οπή; τρυπανίζω | |||
| |||
διάτρηση |
drilled out: 1 phrase in 1 subject |
Agriculture | 1 |