"double" | |
transp. | "διπλό HGV" |
double | |
gen. | δίκλινο δωμάτιο; διπλά; διπλασιάζω; διπλός διπλή |
agric. | διπλός θάλαμος |
health. | διπλός; διπλασιασμένος |
industr. construct. | ενισχύω με επένδυση |
med. | διπλό |
offset | |
commun. | όφσετ; κυλινδροχαλκογραφία |
construct. | μετατόπιση |
el. | κακή αξονική ευθυγράμμιση |
fin. | αντισταθμιστικό όφελος |
industr. | κηλίδωση |
IT | από συμφώνου κλείδα |
mech.eng. | απόκλιση παραλληλότητας αξόνων; εξομάλυνση χρονυστέρησης αντλιών |
double offset : 2 phrases in 2 subjects |
Mechanic engineering | 1 |
Metallurgy | 1 |