District | |
gen. | Διαμέρισμα |
district | |
gen. | Επαρχία; Διαμέρισμα |
agric. | περιφέρεια |
construct. | συνοικία; διοικητική περιφέρεια |
law | περιοχή |
establishment | |
econ. | κατάστημα |
fin. industr. | έδρα επιχειρηματικής δραστηριότητας |
| |||
Επαρχία; Διαμέρισμα | |||
περιφέρεια | |||
συνοικία; διοικητική περιφέρεια | |||
περιοχή | |||
διαμέρισμα | |||
| |||
Διαμέρισμα | |||
English thesaurus | |||
| |||
dis; disc; disct; dist; dst |
district: 110 phrases in 30 subjects |