directional | |
IT el. | κατευθυντικός |
order | |
construct. | ρυθμός |
earth.sc. transp. | τάξη ενός οπτικού στοιχείου |
environ. | εντολή/ένταλμα/διαταγή/παραγγελία/τάξη |
fin. | εντολή για αγοραπωλησία μετοχικών τίτλων |
IT tech. | σχηματίζω ακολουθία; εντολή |
law | διάταξη; διοικητική εντολή |
nat.sc. | τάξις |
| |||
κατευθυντικός |
directional: 164 phrases in 22 subjects |