| |||
πετρέλαιο εσωτερικής καύσης | |||
πετρέλαιο μηχανής εσωτερικής καύσης; έλαιο ντήζελ | |||
ντίζελ | |||
ντήζελ; βενζίνη και πετρέλαιο κίνησης | |||
καύσιμα ντίζελ/πετρέλαιο ντίζελ | |||
καύσιμα ντίζελ | |||
πετρέλαιο μηχανών εσωτερικής καύσης | |||
πετρέλαιο κίνησης; πετρέλαιο ντήζελ | |||
| |||
πετρέλαιο κίνησης; πετρέλαιο ντήζελ | |||
| |||
καύσιμα ντίζελ; πετρέλαιο ντίζελ | |||
English thesaurus | |||
| |||
d.f. |
diesel fuel: 4 phrases in 2 subjects |
Agriculture | 3 |
Economy | 1 |