detail | |
gen. | εκθέτω λεπτομερώς |
engineering | |
gen. | μηχανολογία; εργασίες μηχανικής; μηχανοτεχνία |
environ. | μηχανική/μηχανολογία/σχεδιασμός; σχεδιασμός |
IT | μηχανίκευση |
| |||
εκθέτω λεπτομερώς | |||
| |||
λεπτομερές; λεπτομερής | |||
English thesaurus | |||
| |||
det; dtl |
detailed: 53 phrases in 20 subjects |