destratification | |
life.sc. | αποστρωματοποίηση |
efficiency | |
agric. construct. | αρδευτική αποδοτικότητα |
coal. | ωφέλιμο έργο |
el. | απόδοση φορτίου; βαθμός απόδοσης |
fin. | απόδοση |
mech.eng. | απόδοση εργασίας |
med. | επάρκεια; αποδοτικότητα |
met. | συντελεστής απόδοσης |
| |||
αποστρωματοποίηση |