official | |
gen. | επίσημος; δημόσιος λειτουργός; δημόσιος υπάλληλος; αξιωματούχος; επίσημη |
gov. | υπάλληλος; κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως του υπαλλήλου |
hobby commun. | επίσημο |
law | υπάλληλoς |
med. | φαρμακευτικός |
English thesaurus | |||
| |||
docking emission microscope |
demi: 5 phrases in 3 subjects |
Industry | 3 |
Labor law | 1 |
Microsoft | 1 |