customer | |
comp., MS | πελάτης |
fin. | πελάτης; κάτοχος λογαριασμού |
insur. tax. | παραλήπτης; αγοραστής; ο αποκτών |
law commun. IT | συνδρομητής |
law fin. el. | καταναλωτής |
tax. | λήπτης παροχής υπηρεσίας |
request | |
comp., MS | αίτηση |
| |||
πελάτης (A person or company to whom your company sells products or services) | |||
πελάτης; κάτοχος λογαριασμού | |||
παραλήπτης; αγοραστής; ο αποκτών | |||
συνδρομητής | |||
καταναλωτής | |||
λήπτης παροχής υπηρεσίας | |||
| |||
πελατεία | |||
English thesaurus | |||
| |||
cstmr | |||
cust; custr |
customer: 167 phrases in 17 subjects |